κρεσόλη

κρεσόλη
Ονομασία που αποδίδεται σε τρεις ισομερείς μεθυλο-φαινόλες, οι οποίες λαμβάνονται κατά την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας ή του ξύλου διαφόρων φυτών. Οι τρεις κ. είναι δύσκολο να διαχωριστούν μεταξύ τους, επειδή τα σημεία ζέσεώς τους είναι πολύ κοντά· για τον λόγο αυτό, οι καθαρές ουσίες λαμβάνονται με συνθετική παρασκευή. Οι τρεις κ. είναι άχρωμα στερεά σώματα και χαρακτηρίζονται ως ορθο-κ. (ή ο-κ.), μετα-κ. (ή μ-κ.) και παρα-κ. (ή π-κ.), ανάλογα με τη σχετική θέση της μεθυλομάδας ως προς την υδροξυλομάδα του δακτυλίου της φαινόλης. Οι κ. βρίσκουν εφαρμογή ως διαλύτες άλλων χημικών ουσιών, ως απολυμαντικά και για την παρασκευή ζιζανιοκτόνων. ΚΡΕΣΟΛΗ
* * *
και κρεζόλη και κρεοζόλη και κρεοσόλη, η
χημ. συνοπτική ονομασία τριών ισομερών μεθυλοφαινολών, άχρωμων υποκίτρινων υγρών, που προκύπτουν κατά την απόσταξη τής λιθανθρακόπισσας, τής πίσσας τών ξύλων ή ως παραπροϊόντα τής κατεργασίας τού πετρελαίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απολύμανση — Η καταστροφή των παθογόνων μικροοργανισμών· στην καθομιλουμένη ο όρος σημαίνει συνηθέστερα την εξόντωση των σπόρων στο περιβάλλον και στην επιφάνεια του σώματος, ενώ απολυμαντικά λέγονται και μερικές ουσίες που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό του… …   Dictionary of Greek

  • κρεζόλη — η βλ. κρεσόλη …   Dictionary of Greek

  • κρεοζόλη — η βλ. κρεσόλη …   Dictionary of Greek

  • κρεολίνη — Μείγμα που παρασκευάζεται κατά τη θέρμανση του σάπωνος της ρητίνης με σχετική ποσότητα ακατέργαστης κρεσόλης, προερχόμενης από την απόσταξη της λιθανθρακόπισσας. Η κ. είναι ερυθροφαιό υγρό με ερεθιστική γεύση και χαρακτηριστική οσμή, που θυμίζει… …   Dictionary of Greek

  • κρεοσόλη — η βλ. κρεσόλη …   Dictionary of Greek

  • μεθυλοφαινόλες — οι χημ. βλ. κρεσόλη …   Dictionary of Greek

  • πίσσα — Προϊόν συμπύκνωσης, που προέρχεται από την ξηρά απόσταξη οργανικών υλών. Είναι υγρό ή παχύρευστο προϊόν, μαύρου ή σκούρου συνήθως χρώματος και αδιάλυτο στο νερό. λιθανθρακόπισσα. Είναι ένα παραπροϊόν της παρασκευής του φωταερίου, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • τρικρεσυλοφωσφορικός — ή, ό, Ν φρ. «τρικρεσυλοφωσφορικός εστέρας» χημ. κυκλική αρωματική οργανική ένωση, τριεστέρας τού ορθο φωσφορικού οξέος με την κρεσόλη, γνωστή και ως φωσφορικός τρικρεσυλεστέρας, τριτολυλοφωσφορικός εστέρας, όπως επίσης και με την βραχυγραφία TCP …   Dictionary of Greek

  • υδροξυτολουόλιο — το, Ν χημ. η κρεσόλη, συνοπτική ονομασία τεσσάρων μονοκυκλικών αρωματικών ενώσεων, υδροξυλιωμένων παραγώγων τού τολουολίου, ισομερών μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. hydroxytoluene] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”